φωτερός

φωτερός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που φωτίζεται καλά, πολύ φωτεινός
2. το ουδ. ως ουσ. το φωτερό
φεγγίτης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωτερά
ειρων. τα μάτια («άνοιξε τα φωτερά σου επιτέλους!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχ-ερός, σκι-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτερός — ή, ό 1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτεινός: Φωτερά σκοτάδια (Γ. Δροσίνης). 2. το ουδ. εν. ως ουσ., φωτερό ο φεγγίτης (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτερά τα μάτια, οι οφθαλμοί (σε φράση ειρωνική ή κατάρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • ξέφωτος — η, ο ηλιόλουστος, φωτερός, που δε σκιάζεται από τίποτα: Μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της μεσουρανίς (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγερός — ή, ό φωτερός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγοβόλος — α, ο αυτός που εκπέμπει φέγγος, φωτοβόλος, ακτινοβόλος, φωτερός, λαμπρός: Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει (Ι. Πολέμης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα. 2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος. 3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό. 4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”